- κολοσσόν
- κολοσσόςcolossusmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κολοττόν — κολοσσόν , κολοσσός colossus masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολοσσός — ο (AM κολοσσός, Α και κολοττός, ό, και κολοσσός, ή) ανδριάντας υπερφυσικού μεγέθους, γιγάντιο άγαλμα (α. «ο Κολοσσός τής Ρόδου» β. «τὸν κολοσσὸν τοῡ Ἡρακλέους μετακομίσας ἐκ Τάραντος ἔστησεν ἐν Καπιτωλίῳ», Πλούτ.) νεοελλ. 1. υπερμεγέθης, πελώριος … Dictionary of Greek